- ἐμβεβαιόομαι
- ἐμβεβαιόομαι,A confirm,
τὸ νίκημα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων Plu.Lyc. 22
codd.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ νίκημα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων Plu.Lyc. 22
codd.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.